μπάμπω

μπάμπω
και βάβω και βάβα, η
1. γιαγιά, μάμμη
2. (κατ' επέκτ.) πολύ γριά γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. babo, κλητ. τού baba «γριά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπάμπω — μπάμπω, η και βάβω, η ως (λ. σλαβ.), γυναίκα πολύ γερασμένη, η γιαγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • βάβω — βάβω, η και μπάμπω, η (λ. σλαβ.), η γιαγιά, η γριά: Η μπάμπω μου ζει μαζί μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάβω — η 1. η γριά 2. η γιαγιά 3. η παραμάνα, η τροφός 4. η μαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) babo, κλητ. τού baba «γριά» ή < (μτγν. κύριο όνομα) Βαυβώ και ο αναβιβασμός τού τόνου πιθ. αναλογικά προς το συνών. μπάμπω] …   Dictionary of Greek

  • μπαμπόγερος — ο, θηλ. μπαμπόγρια (Μ μπαμπόγερος και μπομπόγερος) πολύ άσχημος γέρος νεοελλ. πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάμπω* + γέρος / γριά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”